λόγου

λόγου
λόγος
computation
masc gen sg
λογόω
introduce
pres imperat act 2nd sg
λογόω
introduce
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. — τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επαρκούς ή αποχρώντος λόγου, αρχή — (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο έχει μία αιτία. Όμως, η ίδια αιτία δεν παράγει απαραίτητα και το ίδιο το φαινόμενο, ούτε η αιτία του ίδιου φαινομένου είναι πάντοτε η αυτή. Η α.ε.λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Монофизитство — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”